Υγρή η σιωπή που πέφτει μα δεν την ακούει κανείς σαν το κλάμα από τις λέξεις που θρήνησε ένας ποιητής. Μες στην κατάρα αθροίζει τους στίχους που τον κυνηγάν και πως το πηλίκο της ζωής του ήταν ένα φοβισμένο αν. Στο λιμάνι της σιωπής έδεσε κάβο τους λυγμούς του, με την πιο βαριά του άγκυρα στα σκοτεινά βυθίστηκε ο νους του. Μια σκιά που κρύβεται απ' τη σκιά του ήλιου σε τυραννά νοχελικά καιρό σα σαπίλα κάποιου φύλλου. Κι είν' ο σπόρος του ωχρός της πάντα καταχνιάς του μες στη σιγή της μοναξιάς της αφανούς καρδιάς του. Δεν το πότισε τ' αστέρι που έπεσε στην άμμο και τα όνειρα χαθήκαν θάφτηκαν μαζί του χάμω. Μήτε βγήκε το φεγγάρι προδωμένο να το βρει το χαμένο του αστέρι απ' το ουράνιο το βιγλί. Τα κύματα πια πάψαν ν' ακουμπούν την αμμουδιά γιατί ο αφρός λες και γλυκαίνει απ' τη σπαρμένη αστροφεγγιά. Η σιωπή όλα τα βλέπει μα στο χρόνο δε μιλά λες και μένος έχει πάρει την ώρα που κυλά. Οι σταγόνες της δε ξέρουν από πικραμμένη γη αφού κάθε τους καρτέρι σέρνει πίσω την αυγή. |
Κυριακή 8 Ιουλίου 2012
Οι στάλες της σιωπής
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου