Τετάρτη 9 Μαΐου 2012

Ένα παιδί μετράει τ' άστρα

      
    Ήταν μια φορά, ένα μικρό παιδί που τα βράδια μετρούσε τ’ άστρα να δει αν έλειπε κανένα. Ένα βράδυ κατάφερε να τα μετρήσει όλα, αλλά ήταν δυστυχισμένο γιατί ήξερε ότι ένα άστρο μίσεψε. Ήταν βυθισμένο σ’ ένα χώμα που ποτιζόταν ολημερίς με δάκρυα και πονεμένο ιδρώτα. Ήταν κρυμμένο σ’ ένα χώμα άσπλαχνο και βουβό κατακτητή των πάντων κι ήξερε το παιδί, πως ότι μπαίνει μέσα στην αχόρταγη κοιλιά του, σπάνια ξερνιέται. Ακόμη και τους σπόρους από εκείνο το γλυκό πεπόνι που κάποτε, χέρια τίμια και ροζιασμένα του ‘δωσαν να φάει, δε τους ματαείδε. Άπονη γη, ούτε ευχαριστώ για το φαΐ, δίνοντας ένα κλωναράκι δεν είπε. Και το παιδί, συνέχιζε να το πατάει και να βυθίζεται, μα με την ελπίδα ότι μόλις τα ποδαράκια του βρουν καλύτερο παπούτσι που να μη μπάζει τόσο νερό και κρύσταλλο το χειμώνα, τούτη η γη θα στεκόταν μια φορά σα μαλακό χαλί, ξεκουράζοντας τα αδύναμα απ’ την αρρώστια, πόδια του. Τέτοια όνειρα έκανε με το κεφαλάκι του και προχωρούσε κάνοντας φίλους του, όλα τα πλάσματα Του Θεού που δεν ήταν εκείνος ο μαυρόψυχος ρασοφόρος, αλλά η αγάπη κι η καλοσύνη που έκλειναν οι άνθρωποι, σε μια ήπειρο που χτυπάει μέσα στα στήθια τους, έτσι τους είχε πει ο δασκαλάκος. Κι εκείνος βιάστηκε να μάθει πόσες χώρες έχει…

(Λίγες σκέψεις μόνο, γεννημένες από το βιβλίο που διαβάζω αυτό τον καιρό. Αν και περισσεύει, πρόκειται για το αριστούργημα του Μενέλαου Λουντέμη «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα». Εύχομαι όταν ξαναδιαβάσω αυτές τις γραμμές που έγραψα (άλλωστε, περισσότερο τις γράφω για να μην τις ξεχάσω), να έχω μετρήσει κι εγώ μερικά και να βρω πόσα είναι… ή έστω πόσα χωράνε μέσα μου για να μετρήσω.)