
ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ: Ο « ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΣ » ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
« Είπα στη μυγδαλιά: -Αδελφή μου, μίλησέ μου για Τον Θεό. Κι η μυγδαλιά άνθισε. »
Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στο χωριό Βάρβαροι του Νομού Ηρακλείου Κρήτης στις 18 Φεβρουαρίου 1883, αλλά μεγάλωσε στο Ηράκλειο Κρήτης, όπου οι γονείς του είχαν ένα ωραίο και σχετικά, μεγάλο σπίτι.
Το Δημοτικό και το Ελληνικό Σχολείο, ο Νίκος Καζαντζάκης τα τελείωσε όντας σκλάβος των Τούρκων, διαμένοντας στο Ηράκλειο. Δύο χρόνια διέμεινε στη Νάξο, σαν πρόσφυγας μαζί με την οικογένειά του κι έτσι φοίτησε στο εκεί Φραγκισκανικό Κολλέγιο « Τίμιος Σταυρός », όπου έμαθε τη γαλλική γλώσσα. Η επίδοσή του στα μαθήματα ήταν άριστη κι αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο βραβεύτηκε αρκετές φορές, κάνοντας ακόμη και τον σκληροτράχηλο και εσωστρεφή πατέρα του, Καπετάν Μιχάλη, να αισθανθεί υπερήφανος για την πνευματική πρόοδο του γιού του.
Με την απελευθέρωση της Κρήτης ( 9-12-1898 ), γυρίζει στο Ηράκλειο και γράφεται στο Γυμνάσιο, το οποίο και τελειώνει το 1902 με άριστα και ο Γυμνασιάρχης του αναθέτει να γράψει και να εκφωνήσει τον αποχαιρετιστήριο λόγο στη γιορτή απονομής των απολυτηρίων.
Χαρακτηριστικό της πνευματικής καλλιέπειας του Καζαντζάκη, αποτελεί και το γεγονός της δημιουργίας ελληνο-γαλλικού λεξικού. Πιο συγκεκριμένα, ο Νίκος Καζαντζάκης, κατά τη διάρκεια της φοίτησής του στο καθολικό κολλέγιο, πήρε ένα γαλλικό λεξικό κι έγραψε δίπλα από κάθε λέξη, την αντίστοιχη ελληνική. Όταν το έδειξε στον φραγκόπαπα διευθυντή της Σχολής, τον Πιέρ Λωράν, του είπε: -Αυτό που έκαμες, Κρητικόπουλο, δείχνει πως μια μέρα θα γίνεις σημαντικός άνθρωπος! Χαρά σε ‘σένα που από τόσο μικρός βρήκες το δρόμο σου. Αυτός είναι ο δρόμος ο δικός σου, η μάθηση! Έχε την ευκή μου! ».
Τελειώνοντας το Γυμνάσιο, γράφεται στη Νομική Σχολή Αθηνών και το 1906 την τελειώνει με άριστα, οπότε και ανακηρύσσεται διδάκτορας. Τον ίδιο χρόνο, δημοσιεύει με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβαμή, το δοκίμιο « Η αρρώστια του αιώνος ». Δημοσιεύει ακόμη το μυθιστόρημα « Όφις και κρίνος », με αφιέρωση « Στην Τοτό μου », η οποία και ήταν η μέλλουσα σύζυγός του, Γαλάτεια Αλεξίου, η οποία επίσης, ασχολείται με τη λογοτεχνία.
Ο πατέρας του Νίκου καμαρώνει για την πρόοδο του γιού του και μιας και η οικονομική του ευχέρεια είναι αρκετά μεγάλη, δε διστάζει να τον στείλει για δύο χρόνια στο Παρίσι, έτσι ώστε να συνεχίσει τις σπουδές του. Στο Παρίσι, παράλληλα με τις σπουδές του, γράφει χρονογραφήματα στην « Ακρόπολη », με το ψευδώνυμο Ακρίτας. Γράφει επίσης και τα θεατρικά έργα: « Ξημερώνει », το οποίο παίρνει έπαινο στον Παντελίδειο Δραματικό Αγώνα, « Φασγά », και « Έως πότε; ».
Γυρίζοντας στο Ηράκλειο από το Παρίσι, δημοσιεύει με το ψευδώνυμο Πέτρος Ψηλορείτης, το άρθρο « Η επιστήμη χρεοκόπησε », τον εκλέγουν Πρόεδρο του Συλλόγου των Δημοτικιστών « Ο Σολωμός ». Έτσι δεν ασχολείται καθόλου με τη Νομική και αφοσιώνεται στη μεγάλη του αγάπη, τη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία.
Στα 1910 υποβάλλει στο Λασσάνειο Δραματικό Αγώνα το έργο του « Θυσία », το οποίο βραβεύεται και το εκδίδει με τον τίτλο « Πρωτομάστορας ». Αργότερα, το έργο του αυτό, το μελοποιεί ο μουσουργός Μανώλης Καλομοίρης και το ανεβάζουν στο Δημοτικό Θέατρο, το 1916.
Τον Οκτώβριο του 1911, ο Νίκος Καζαντζάκης παντρεύεται τη Γαλάτεια Αλεξίου, με την οποία γνωρίστηκε το 1901. Την παντρεύεται κρυφά από τον πατέρα του. Το μυστήριο του γάμου του, τελείται στον Ιερό Ναό του Αγίου Κωνσταντίνου, στο νεκροταφείο, με κουμπάρο τον παλιό φίλο και συμμαθητή του Γιώργο Φανουράκη. Η ζωή τους στα πρώτα χρόνια της έγγαμης ζωής τους, πέρασε μέσα στη στέρηση, μιας και τα οικονομικά τους δεν ήταν ιδιαίτερα ικανοποιητικά και ο πατέρας του δεν τους ενίσχυε, όντας θυμωμένος για την επιλογή του γιού του.
Το 1915 είχε προκηρυχτεί διαγωνισμός συγγραφής βιβλίων στη Δημοτική γλώσσα για τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού Σχολείου. Η Γαλάτεια με βοηθό το Νίκο αρχίζει το γράψιμο και υποβάλλουν στο διαγωνισμό πέντε βιβλία. Και τα πέντε ήταν τα καλύτερα απ’ όσα άλλα υποβλήθηκαν κι έτσι, βραβεύτηκαν με το τεράστιο για την εποχή χρηματικό ποσό των εξήντα χιλιάδων δραχμών, τα οποία όμως, δυστυχώς, διαχειρίστηκαν άσχημα!
Κάπου εδώ, σκόπιμο είναι να αναφερθεί η πηγή έμπνευσης του Καζαντζάκη, τα ερείσματα που δέχτηκε και όποιον άλλο παράγοντα συνέβαλε στη λογοτεχνική και πνευματική του πορεία.
Ο ίδιος ο Καζαντζάκης, αναφέρει ότι ο πατέρας του ήταν ο βασικός λόγος που τον ενέπνευσε να γράφει τόσο δυνατά, τόσο ζωντανά κι έντονα κι αυτό, διότι ο πατέρας του ήταν η κλασική μορφή του Κρητικού που επιβάλλεται απλά και μόνο λόγω της παρουσίας του σε κάποιο χώρο. Ο Μιχάλης Καζαντζάκης, ήταν λιγομίλητος, σκληρός κι εσωστρεφής. Σπάνιες φορές μιλούσε… η μορφή του αντικατόπτριζε πλήρως το γενναίο παλικάρι της Κρήτης, που βάζει πάνω από όλους και όλα τη Λευτεριά. Ο Καζαντζάκης άλλωστε, λέει χαρακτηριστικά πως, το σπουδαίο δεν είναι να είσαι ελεύθερος, αλλά να μάχεσαι συνεχώς για να είσαι! Κι ο πατέρας του ήταν της ίδιας άποψης. Χαραγμένη έμενε πάντα στο νου του Νίκου, η μέρα που ο καπετάν Μιχάλης θέλησε να διδάξει στο γιο του, τι σημαίνει να μάχεσαι για να είσαι ελεύθερος, αλλά και πως είναι να πεθαίνεις για χάρη της ελευθερίας. Τον πήρε λοιπόν, από το χέρι και οδηγώντας τον στην πλατείας του χωριού, τον ανάγκασε, όχι μόνο να αντικρίσει τρεις απαγχονισμένους χωριανούς που κρέμασαν οι Τούρκοι, επειδή πολεμούσαν εναντίον τους, αλλά και να τους φιλήσει τα πόδια, θέλοντας να του δείξει τι σημαίνει να χρωστάς ευγνωμοσύνη σ’ αυτούς που μάχονται για να ζεις εσύ ελεύθερος. Στο σημείο αυτό, να αναφερθεί απλά πως όλοι οι Τούρκοι, έτρεμαν μπροστά στη θέα του καπετάν Μιχάλη! Ποτέ κανείς τους δεν τόλμησε να πάει ενάντια στο λόγο του.
Εξ’ αιτίας λοιπόν, της αυταρχικότητας και της κάποιας καταπίεσης του πατέρα του, ο Νίκος ένιωθε περιορισμένος και ανίκανος να κάνει κάτι δυνατό στη ζωή του. Αποφάσισε έτσι, να γράφει αυτά τα οποία θα ήθελε να κάνει! Όλα του τα έργα, όλη του η εργασία, εμπεριείχε τις σκέψεις του, τις επιθυμίες του, τα πιο τρελά του όνειρα, τα οποία, μέχρι και τον θάνατο του πατέρα του, δε μπορούσε να εκπληρώσει. Ο ίδιος αναφέρει, πως όταν πληροφορήθηκε τον θάνατο του πατέρα του, ένιωσε ότι ένας περίεργος ζυγός, ένα ακαθόριστο βάρος, μια παράξενη αλυσίδα έφυγε πάνω από το νου και το μυαλό του. Αισθάνθηκε πρώτη φορά ελεύθερος να πραγματώσει πολλές από τις πνευματικές φιλοδοξίες του.
Ίσως κι αυτή, να ήταν η αρχή της περιπέτειάς του. Ίσως εν τέλει, να είναι αυτό που λένε ότι, όταν μια πόρτα κλείνει, τότε αμέσως ανοίγει μια άλλη. Τα ταξίδια που έκανε μετά τον θάνατο του πατέρα του, σχεδόν δεν αριθμούνται. Ταξίδεψε σε όλα τα πέρατα της οικουμένης, θέλοντας να μάθει, να δει, να γνωρίσει. Μιλούσε άψογα έξι ξένες γλώσσες και αρχαία Ελληνικά.
Το Άγιον Όρος ήταν ο σταθμός της ζωής του. Εκεί έμαθε πως θα υποτάσσει τις επιθυμίες της σάρκας, μπροστά στα σκέψεις του πνεύματος. Ήθελε να έχει καθαρό το σώμα και κυρίως το πνεύμα του, γι’ αυτό και για μήνες ασκούνταν σκληρά στο κρύο, στις κακουχίες του σώματος, στην πείνα και την αγρυπνία, θέλοντας να κάνει το πνεύμα του ισχυρότερο από τις επιθυμίες της σάρκας. Χαρακτηριστική είναι και η απάντησή του στην Ιερά Σύνοδο, όταν εκείνη προσπάθησε μάταια να τον αφορίσει εξ’ αιτίας του περιεχομένου, του αισχρού κατά τα λεγόμενα της Ιεράς Συνόδου περιεχομένου, των μυθιστορημάτων του « Καπετάν Μιχάλης » και « Ο τελευταίος Πειρασμός ». Μόλις λοιπόν, έμαθε ότι η Εκκλησία πρόκειται να τον αφορίσει, εκείνος είπε: « Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω κι εγώ μιαν ευχή. Σας εύχομαι να ‘ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή, όσο είναι η δική μου και να είστε τόσο ηθικοί και θρήσκοι, όσο είμαι κι εγώ. »
Δεν τυχαίος και ο λόγος του Μενέλαου Παρλαμά, ο οποίος έλεγε χαρακτηριστικά για τον Καζαντζάκη : « …Πολύπραγος ως ο Οδυσσέας, έντιμος ως ο Αριστείδης, λιτός ως ο Φωκίων, σοφός και παρεξηγημένος ως ο Σωκράτης. »
Χαρακτηρίζεται από πολλούς ως ο μεγαλύτερος φιλόσοφος του 20ου αιώνα και όχι άδικα! Το πνεύμα και ο τρόπος με τον οποίο σκέπτονταν, δεν συναντήθηκε πουθενά αλλού στη διεθνή φιλοσοφία. Επηρεάστηκε αρκετά στις φιλοσοφικές του αναζητήσεις, από τον « Υπεράνθρωπο » του Νίτσε. Αυτό φαίνεται ιδιαίτερα στο μυθιστόρημά του, « Καπετάν Μιχάλης».
Ο Νίκος Καζαντζάκης δεν ήταν μονάχα ο μεγάλος Έλληνας λογοτέχνης, ο οποίος αποτύπωσε και ζωντάνεψε με το λόγο του, την ευαισθησία και το αίσθημα του λαού μας, τις παρορμήσεις, τις αδυναμίες και τα προτερήματά του, την πολύπλευρη, ρωμαλέα, εθνική του παράδοση. Δεν υπήρξε μόνον ένας φλογερός ποιητής, που τραγούδησε τους καημούς και τους πόθους του, ο φιλόσοφος που διετύπωσε τη σύγχρονη φιλοσοφία του. Ήταν πριν απ’ όλα, ένας μεγάλος ουμανιστής, οπαδός και κήρυκας της ειρήνης και της ευτυχίας του ανθρώπου. Φανατικός Έλληνας ωστόσο, είχε στο κέντρο της καρδιάς του την Ελλάδα και το λαό της!
Χωρίς καμία μισαλλοδοξία, έκρινε τα γεγονότα με τον ορθολογισμό ενός έμπειρου πολιτικού ηγέτη. Είχε τη διαίσθηση του αγνού, απλού, ανθρώπου που τον οδηγεί το ένστικτο του καλού. Γι’ αυτό, έμεινε ανεπηρέαστος από τις ποικίλες ξένες επιρροές, πιστός στην Ελλάδα και τα ιδανικά του λαού μας και όταν ακόμη οι « Έλληνες » τον πίκραιναν και τον ανάγκασαν να μείνει μακριά από τη γη που τον γέννησε. Κι ενώ ήταν αφοσιωμένος στο έργο του λόγου, αισθάνονταν πάντοτε την παρόρμηση της πολιτικής δράσεως. « Κάθομαι εδώ μακριά, δουλεύω σε πράγματα ασύγχρονα, μα η καρδιά μου ραΐζει γιατί θυμούμαι την Ελλάδα. Αγωνία μεγάλη, ντροπή μου μεγάλη να μη μπορώ να της είμαι χρήσιμος. Αραδιάζω λέξεις, ενώ έπρεπε να αραδιάζω πράξεις. Και να μην υπάρχει άλλη ζωή να μπορείς να επανορθώσει την ατέλειά σου. Δε θέλω να μιλώ γι’ αυτά τα πράγματα, γιατί αβάσταχτη είναι η θλίψη μου. Το χρέος μου, αλλοίμονο, μετατοπίστηκε σ’ ένα επίπεδο που δεν είναι σήμερα η πρώτη επείγουσα ανάγκη. Στην αρχή είναι η πράξη κι όχι ο λόγος ».
Αυτό που κάνει εντύπωση σε μεγάλη μερίδα υποστηρικτών και μη, του Καζαντζάκη, είναι ο τάφος του. Ο τάφος του Νίκου Καζαντζάκη, κατασκευάστηκε από τον ίδιο άνθρωπο που κατασκεύασε και τον τάφο του Ελευθερίου Βανιζέλου, Κώστα Λασιθιωτάκη. Ο ίδιος αναφέρει ότι: « Στον Καζαντζάκη ήθελα να μετέχει στο μνημείο όλη η Κρήτη. Έτσι, το χώρο τον προσέφερε η γενέτειρά του, το Ηράκλειο, η Ανατολική Κρήτη έστειλε τη μαύρη μαρμαρόπετρα, που είναι από τον Καλαρύτη Μαραμπέλλου και ο σταυρός είναι από καστανιά της Δυτικής Κρήτης… ήθελα ογκόλιθους επιβλητικούς και ακατέργαστους, σ’ όλη τη φυσική τους γνησιότητα και μεγαλοπρέπεια, γιατί τέτοιοι του ταίριαζαν…»
Σκόπιμο είναι στο σημείο αυτό, να παρατεθούν οι απόψεις κάποιων μεγάλων Ελλήνων ανδρών, από τους χώρους της πολιτικής, της τέχνης και των γραμμάτων. Πιο συγκεκριμένα, ο Γεώργιος Παπανδρέου είπε χαρακτηριστικά: « Ο Καζαντζάκης είναι μεγάλος συγγραφέας. Και τα θέματα που τον εμπνέουν- ο άνθρωπος και η μοίρα του- και το υψηλότατον πνευματικόν επίπεδον και η έξοχος δύναμις της εκφράσεως, τον τοποθετούν εις την κατηγορίαν των μεγάλων συγγραφέων. Τούτο λεχθέντος, ημπορούμεν να τον κρίνωμεν. Νομίζω εκείνο που εμποδίζει την ολοκληρωτικήν κατάκτησιν του αναγνώστου από το έργον του Καζαντζάκη είναι η κοσμοθεωρία του… Ως « αισιοδοξία της απογνώσεως» θα μπορούσε να συνοψισθή η κοσμοθεωρία του… »
Ο Ευάγγελος Παπανούτσος, από την πλευρά του, καταθέτει ότι: «… Είναι μεγάλη εύνοια για ένα συγγραφέα να μείνουν λίγες μόνο σελίδες του στη μνήμη της Ιστορίας. Από τον Καζαντζάκη θα μείνουν πολλές. Εκείνο που έχει να σημειώσει η Γραμματολογία μας όταν θα μνημονεύει και θα σχολιάζει το έργο του, είναι πρώτα ότι αυτός ο Κρητικός με την αετήσια ματιά, ανήκει στην ( ολιγάριθμη ) κατηγορία των Λογοτεχνών που αντίκρισαν τον κόσμο και τη ζωή με μια βαθιά φιλοσοφική διάθεση, προικισμένοι καθώς ήταν με μεταφυσική, θα την έλεγα, φλέβα…»
Ενδιαφέρουσα είναι και η άποψη του Μάριου Πλωρίτη, ο οποίος λέει πως: «… Πολλοί τον λάσπωσαν, τον προπηλάκισαν, τον λιθοβόλησαν, Έλληνες φυσικά, τον Έλληνα Προφήτη. Τυφλωμένοι από πάθος, φθόνο και προλήψεις. Ή κλείνοντας εκούσια τα μάτια μπρος στην Αλήθεια του. Μα θα πρέπει όλοι αυτοί, να μην τον γνώρισαν- έστω και λίγο- από κοντά. Αλλιώτικα η εμπάθειά τους θα ‘σβηνε μπροστά στον άνθρωπο…»
Θα ήταν σοβαρή παράλειψη, αν δεν παρέθετα και κάποια αποσπάσματα από τα έργα του. Παρακάτω, ακολουθούν κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα, τα οποία όχι μόνο αναδεικνύουν τον τρόπο γραφής του, αλλά κυρίως την εσωτερική του διάθεση και καλλιέπεια.
« Ο ουρανός έχει επτά πατώματα. Η γη έχει επτά πατώματα, μα όλα αυτά δεν είναι αρκετά μεγάλα για να κατοικίσει μέσα ο Θεός. Μόνο η καρδιά του ανθρώπου είναι αρκετά μεγάλη για να χωρέσει μέσα Τον Θεό. Γι’ αυτό, δεν πρέπει να πληγώσεις ποτέ την καρδιά του ανθρώπου ».
«… ένας μονάχα υπάρχει τρόπος για να σωθείς, να σώσεις. Ή κι ακόμα αυτό φτάνει, να αγωνιστείς να σώσεις…»
«… τρεις μεθόδους ανακάλυψε ο άνθρωπος:
Η μια: να δίνεται ολόκληρος στις Σειρήνες και να σαπίζει.
Η άλλη: να μη δίνεται και να αγιάζει
Η Τρίτη: του Οδυσσέα: δεμένος στο κατάρτι να χαίρεται τη χαρά του ανθρώπου, που δεν προδίδει την αξιοπρέπειά του ».
« Η ανώτατη αρετή δεν είναι να ‘σαι λεύτερος, μα να μάχεσαι για τη λευτεριά ».
« Η στερνή, η πιο ιερή μορφή της θεωρίας, είναι η πράξη.
Όχι να βλέπεις να πηδά η σπίθα από τη μια γενιά στην άλλη, μα να πηδάς, να καίγεσαι μαζί της ».
« Η ουσία Του Θεού μου είναι ο αγώνας.
Μέσα στον αγώνα τούτον ξετυλίγονται και δουλεύουν ο πόνος, η χαρά κι η ελπίδα ».
«… Υπάρχει πείνα, αδικία, σκοτάδι πολύ στην καρδιά, δεν είναι ετούτο που θωράς φαντάσματα, όσο κι αν φυσήξεις δε θα σκορπίσουν, είναι σάρκα, κόκαλα, άγγιξέ τα, υπάρχουν. Δεν ακούς μια κραυγή στον αέρα; Φωνάζουν! Τι φωνάζουν; Βοήθεια! Ποιον φωνάζουν; Εσένα! Εσένα, τον κάθε άνθρωπο! Σήκω απάνω. Το χρέος μας δεν είναι να ρωτούμε, παρά να πιαστούμε όλοι χέρι- χέρι και να ανηφορίζουμε ».
« Όταν μια συνήθεια καταντήσει βολική, να τη συντρίβεις. Η μεγαλύτερη αμαρτία είναι η ευχαρίστηση ».
« Γυμνάζω σαν άλογο πολεμικό το σώμα μου, το συντηρώ λιτό, γερό, πρόθυμο. Το σκληραγωγώ και το σπλαχνίζομαι. Άλλο άλογο δεν έχω ».
« Διαλέγω τον ανήφορο, γιατί κατά ‘κει με σπρώχνει η καρδιά μου. Απάνω! Απάνω! Απάνω! Φωνάζει η καρδιά μου και την ακολουθώ τρέμοντας ».
« Αν μπορείς καρδιά μου, ανασηκώσου απάνω από τα σκοτεινά κύματα και πιάσε μ’ ένα γύρισμα του ματιού σου όλη τη θάλασσα. Κράτα καλά τα φρένα σου να μη σαλέψουν. Κι όλο με μιας, βυθίσου πάλι στο πέλαο και ‘ξακολούθα τον αγώνα ».
«… Το πνεύμα δεν λέγεται Εγώ. Λέγεται: Όλοι εμείς ».
« Κορφή δεν υπάρχει, υπάρχει μονάχα ύψος. Ανάπαψη δεν υπάρχει, υπάρχει μονάχα αγώνας ».
«… Προχώρα πέρα από αυτό που μπορείς! ».
«… Γύρνα ξανά εκεί που δεν πέτυχες… »
« Υπάρχει μέσα από το βάραθρο του κακού η ελπίδα της λύτρωσης; Υπάρχει, υπάρχει, γιατί μέσα μας η Ελλάδα ζει και βασιλεύει! ».
« Τον Άνθρωπο, τον Άνθρωπο συλλογιέμαι- ας είναι Τούρκος, Έλληνας, Οβραίος, ό,τι θέλει. Να τόνε σώσομε ».
«… δε μπορούμε να ‘μαστε λεύτεροι, αν ένας στα άκρα του κόσμου παραμένει ακόμα σκλάβος… »
Τέλος, θα παραθέσω τη φράση που επιγράφεται πάνω στον τάφο του, η οποία, δυστυχώς, από πολλούς παρεξηγήθηκε, για το βάθος των ιδεών που πρέσβευε.
« Δε φοβάμαι τίποτα. Δεν ελπίζω τίποτα. Είμαι ελεύθερος! »